- εὐρυαίχμαν
- εὐρυαίχμᾱν , εὐρυαίχμηςmasc acc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυαίχμας — εὐρυαίχμας, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει ευρεία λόγχη, που το δόρυ του φτάνει μακριά 2. ο νικηφόρος («εὐρυαίχμαν στρατόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + αιχμή] … Dictionary of Greek